- ὑστερικοί
- ὑστερικόςsuffering in the wombmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υστεροεπιληψία — η, Ν ιατρ. υστερικοί σπασμοί που μοιάζουν με επιληψία, από την οποία πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση, διότι στην υστεροεπιληψία τα αντανακλαστικά και οι αντιδράσεις στα ερεθίσματα στο πάσχον μέρος τού σώματος είναι φυσιολογικά και το… … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek